Εθιμα της Μεγάλης Παρασκευής στην νότια Καρυστία


Η Μεγάλη Παρασκευή στη νότια Καρυστία και συγκεκριμένα στα χωριά από τον Δύστο μέχρι νότια του Μαρμαρίου, τα λεγόμενα αρβανιτοχώρια, ήταν ημέρα γενικού πένθους, όπου οι άνθρωποι τιμούσαν τον Εσταυρωμένο μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, όπως ακριβώς τους δικούς τους νεκρούς. 
Εχοντας καλλωπίσει και καθαρίσει τους τάφους των οικείων τους στα νεκροταφεία των χωριών που άστραφταν από πάστρα ήδη από την Μεγάλη Τετάρτη, την Μεγάλη Παρασκευή πρωϊ - πρωϊ οι γυναίκες και τα κορίτσια των χωριών μαζεύονταν στις εκκλησίες να στολίσουν τον Επιτάφιο ώστε την ώρα της Αποκαθήλωσης το Σώμα του Κυρίου να αναπαυθεί μέσα στα όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια με όλο το σεβασμό και την τιμή που του πρέπει. Λουλούδια του Απρίλη, βιολέτες, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα, κατηφέδες και ζουμπούλια γίνονταν όμορφες γιρλάντες περασμένες σε κλωστή ή πλέκονταν περίτεχνα και μαστορικά μέσα στα σκαλίσματα του Επιτάφιου από τα κοριτσίστικα χέρια κι έφτιαχναν πραγματικά έργα τέχνης για να στολίσουν τον Τάφο του Κυρίου που αναπαριστά ο Επιτάφιος, ψάλλοντας ταυτόχρονα το "Ω γλυκύ μου έαρ" και το " Αι γεννεαί αι πάσαι" μέσα στην μαυροντυμένη εκκλησιά.


Ηδη, από τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, οι μεγάλες σε ηλικία γυναίκες και οι χαροκαμένες μάνες είχαν ξενυχτίσει τον Εσταυρωμένο παραμένοντας στην εκκλησία όλη τη νύχτα μετά την ακολουθία των 12 Ευαγγελίων και είναι θαυμαστό το πώς οι γυναίκες αυτές μοιρολογούσαν τον "ωραίο κάλλει παρά πάντας βροτούς" αναπαριστώντας τον θρήνο της Παναγίας, σαν ένας πανάρχαιος χορός από τραγωδία. Πίστευαν έτσι πώς συμμερίζονταν το Θείο Πάθος και συμπαραστέκονταν στην Παναγία ψάλλοντας ολονυχτίς το περίφημο "Μοιρολόι της Παναγιάς" : 
Το Μοιρολόι αυτό συναντάται σε διάφορες παραλλαγές σε πολλά μέρη της χώρας μας. Το συγκεκριμένο που παραθέτουμε εδώ το κατέγραψε αυτούσιο ο Χρήστος Κων. Μητροπέτρος το 1965 στην εκκλησία των Ταξιαρχών στα Κάψαλα Στύρων από το στόμα της αείμνηστης Βασιλικής Αλούκου :

"Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβγαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό για να το λάβουν όλοι
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της.
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα: 
Φτάνουν κυρά μ' οι προσευχές φτάνουν και οι μετάνοιες
το γιό σου τον επιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε,
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυρρανάνε.
- Χαλκιά, χαλκιά φτιάσε καρφιά κόψε και δυο περόνια.
Κι εκείνος ο παράνομος βαρά και κόβει πέντε
-Εσύ χαλκιά που τάφτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάντε τα δυο στα πόδια Του, τα άλλα δυο στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό, βάντε το στην καρδιά Του,
να τρέξει αίμα και νερό να μαραθεί η καρδιά Του.
 Η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία με ροδόσταμο για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητεί μαχαίρι να κοπεί, φωτιά να πάει να πέσει,
ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, οι τέσσερεις αντάμα, 
πήραν του δρόμου το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι πούβγαζε μπρος του ληστού την πόρτα.
-Ανοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά τηρά ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει 
τηρά και πιο παράμερα βλέπει τον Αγιο Γιάννη.
Αγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου
μην είδες τον υγιόκα μου και συ το δάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο για να σου τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό τον παραπονεμένο, ΄
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλός μου.
Η Παναγιά σαν τάκουσε κοντά Του πλησιάζει.
-Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;
Κι ο γιός της πάνω απ' το σταυρό απόκριση της δίνει :
-Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός και θα σβηστούνε τ' άστρα
τότε και σε μανούλα μου θα γειάνουν οι πληγές σου.
Την Κυριακή πρωϊ πρωϊ σαν πουν Χριστός Ανέστη
τότε και συ μανούλα μου θάχεις χαρές μεγάλες.
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η Γης, σημαίνουν τα επουράνια
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Οποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ' ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοφουγκραστεί  Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και Λίβανο από τον Αγιο Τάφο "




Αξίζει πραγματικά να δούμε πώς ακριβώς περιγράφει ο Χρήστος Κων. Μητροπέτρος στο βιβλίο του "Ιστορικά και Λαογραφικά της Καρυστίας" τη σκηνή του Μοιρολογιού στα Κάψαλα του 1965, όπως την είδε ο ίδιος :
"Πενθοφορεμένη η εκκλησιά φωτιζόταν χλωμά από το τρεμάμενο φως των κεριών που η ευωδιά τους έσμιγε μ' αυτήν του καμένου μοσχολίβανου. Καμμιά δεκαριά, πάνω - κάτω, μαυροφορεμένες γυναίκες, μάνες χαροκαμμένες οι περισσότερες, ήταν καθισμένες με οσιακή ταπεινοσύνη. ημικυκλικά, κάτω από τη σκιά του Εσταυρωμένου, με τα χέρια τους σταυρωμένα και τα μαυρομάντηλά τους ριγμένα ως τα νοτισμένα από τη συγκίνηση μάτια τους και θρηνούσαν με τόνο όμοιο με τ΄ανθρώπινα μοιρολόγια "Το Μοιρολόγι της Παναγιάς". Κορυφαία του χορού η Βασιλική Ε. Αλούκου, μια πραγματικά θεοσεβούμενη γυναίκα, μακαρίτισσα πια από το 1986, η οποία απάγγελνε έναν έναν τους στίχους κι ύστερα τους επαναλάμβαναν όλες μαζί, θρηνητικά λικνίζοντας τα μαυρομαντηλωμένα κεφάλια τους έτσι, που να θωρούν πότε το γυρτό αγκαθοστεφανωμένο κεφάλι του νεκρού Χριστού και πότε τα ματωμένα του πόδια.
Κάθε φορά που απόσωναν το μοιρολόγι, σηκώνονταν και μια - μια αφού έκαναν το σταυρό τους και τρεις μετάνοιες στη ρίζα του Σταυρού, ανασπάζονταν με τρεμάμενα χείλη, τα ακροδάχτυλα των ποδιών του Εσταυρωμένου. Κι αυτό το σκηνικό, ενώ το υπόλοιπο χωριό ήταν παραδομένο στις αγκαλιές του ύπνου, επαναλαμβανόταν πάμπολες φορές μέχρι να φέξει, δροσόλουστη, η μουντή αυγή της Μεγάλης Παρασκευής"


Ο Εσταυρωμένος στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Αλμυροποτάμου

Το Μοιρολόι της Παναγιάς μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο επαναλαμβανόταν το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής από τα παιδιά στους δρόμους των χωριών κρατώντας στα χέρια τους καλαμένιο σταυρό και οι νοικοκυρές τα φίλευαν αυγά.
Σήμερα επαναλαμβάνεται σε ορισμένα χωριά όπως π.χ. στον Αλμυροπόταμο από τις γυναίκες που στολίζουν τον Επιτάφιο με αρκετές παραλλαγές από το πρωτότυπο.
Οπως προείπαμε η Μεγάλη Παρασκευή ήταν ημέρα γενικού πένθους και οι περισσότεροι δεν έβαζαν στο στόμα τους ούτε μπουκιά φαγητό. Οι γεροντότεροι έτρωγαν ίσως λίγο ψωμί νοτισμένο με ξύδι και τα παιδιά μόνο ντομάτα και ψωμί.
Μέχρι τον β' παγκόσμιο πόλεμο ένα άλλο σπουδαίο έθιμο συνηθιζόταν σε ορισμένα χωριά : "Το κάψιμο του Ιούδα". Εφτιαχναν τον Ιούδα, ένα ανθρώπινο ομοίωμα με πανιά και το παραγέμιζαν με άχυρο όπως τα σκιάχτρα των αγρών. Το στήριζαν σε ένα κοντάρι με περασμένο το κεφάλι σε μια θηλιά και το περιέφεραν σε όλο το χωριό πίσω από τον Επιτάφιο που περιδιάβαινε τους δρόμους τη νύχτα. Οταν ο Επιτάφιος γύριζε στην εκκλησία πια για την απόλυση, οι νέοι και οι νέες του χωριού πήγαιναν σε κάποιο ύψωμα για να κάψουν τον "άνομο" Ιούδα.
Σήμερα το έθιμο επαναλαμβάνεται στον Αλμυροπόταμο όπου αναβίωσε και πάλι το 2007 μετά από περίπου 60 χρόνια.
Τα παλιά χρόνια, όπου οι άνθρωποι συμμετείχαν με περισσότερη ζέση στο Θείο Δράμα, οι άνδρες άφηναν γένια σε ένδειξη πένθους, όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα όπως και οι γυναίκες δεν έκαναν κανένα εργόχειρο.  


Ο Ιούδας φτιαγμένος από τα παιδιά του σχολειού με το δάσκαλό τους στη δεκαετία του 50

Στα χωριά μας λοιπόν τη Μεγάλη Παρασκευή βιώνουν το απόλυτο πένθος, όπου θρηνούν τον Χριστό και αφιερώνουν την ημέρα στην φροντίδα των τάφων των κεκοιμημένων.
Τα παλιά χρόνια, όπου οι άνθρωποι συμμετείχαν με περισσότερη ζέση στο Θείο Δράμα, οι άνδρες άφηναν γένια σε ένδειξη πένθους, όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα. .......

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ντοπιολαλιά της Κύμης και της Καρύστου

O Θούριος του Ρήγα Φεραίου

"Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή"