Κυριακάτικο παραμύθι "Ο Ρούλης και το σόι του"


Για να τρώνε τα παιδιά το φαϊ τους


Μια φορά κι έναν καιρό, λέει, στα πολύ παλιά χρόνια ήτανε δυό αρχοντογείτονες πολύ αγαπημένοι. Ποτέ δεν είχανε μαλώσει κι όποτε βρισκόντουσαν όλο αγκαλιές και φιλιά ήτανε.

Ο ένας, ας τον πούμε Ρούλη, ήτανε λιγάκι αλεπουδιάρης και ψευταράκος, χωμένος σε κόλπα και έτσι, με τα σέα του και τα μέα του που λέει κι ο Τσιφόρος στα "Παλιόπαιδα τ΄ατίθασα".


Ο άλλος ήτανε αλλιώτικος τύπος, καμμιά σχέση με το Ρούλη. Ητανε της καλής ανατροφής που λέει πάλι ο Τσιφόρος. Οποτε είχε τραπέζι το Ρούλη καλούσε πρώτα και στην πρώτη θέση τον έβαζε.


Μια μέρα, Σεπτέμβριος ήτανε, φωνάζει ο καλοαναθρεμμένος το Ρούλη και του λέει : 
"Ελα απ' το αρχοντικό μου που έχω να σου πω σοβαρά πράματα".
Ο Ρούλης πήρε δυο τρεις συγγενείς για να κάνει μπούγιο, γιατί πάντα με το σόι του πήγαινε αυτός, πώς λέμε "Ο Ρόκκο και τ΄αδέλφια του" και ..τσουπ νάσου τον στο γείτονά του. Τρία - τρία ανέβαινε τα σκαλιά του αρχοντικού ο Ρούλης φορτσάτος να μάθει τι τον θέλανε και τον φωνάξανε έτσι ξαφνικά.
Ο γείτονας είχε καλέσει και κάτι άλλα παιδιά απ' την πρωτεύουσα και πολύ τον καλοδεχτήκανε όλοι το Ρούλη και το σόι του μόλις τους είδανε. 
Γελαστός γελαστός ο γείτονας τους κέρασε καφεδάκι, νερατζάκι και νεράκι δροσερό κι αφού είπανε για τον καιρό και την ακρίβεια στην αγορά, γυρίζει και λέει σοβαρά του Ρούλη : "Αρχοντογείτονά μου εγώ θα φύγω για ένα μεγάλο ταξίδι πολύ καιρό κι άλλον πιο δικό μου από σένα δεν έχω. Θέλω να τ' αναλάβεις όλα εσύ που σε ξέρω και πολύ σ' εμπιστεύομαι. Το αρχοντικό, τα χωράφια, τ' αυτοκίνητα, τα μηχανήματα, όλα δικά σου να τα προσέχεις και να τα χαίρεσαι. Οτι θέλεις κάνε, σαν νοικοκύρης θάσαι, έχω εμπιστοσύνη. Κι ότι χρειαστείς και δεν ξέρεις εδώ μέσα τα διάφορα δικά μου πράματα, μη στεναχωριέσαι καθόλου. Ενα τηλέφωνο θα μου κάνεις κι εγώ θα σου λέω ότι θέλεις κι ότι δεν καταλαβαίνεις. Δεν θα χαθούμε βρε αδελφέ, εγώ δίπλα σου θα 'μαι. Αντε με το καλό και καλά να περάσεις"

Αστραψε από χαρά το μούτρο του Ρούλη γιατί από καιρό είχε βάλει στο μάτι τα καλά που έβλεπε στο γείτονα που δεν ήτανε και λίγα.
Αρχοντικό καινούργιο επιπλωμένο κι εξοπλισμένο που άλλο τέτοιο δεν υπήρχε τριγύρω, μηχανήματα, αυτοκίνητα πολλά, όλα καινούργια. Ανώγια και κατώγια και μπαλκόνια και χωράφια παραθαλάσσια και χωράφια στα βουνά με τον πολύ αέρα να κάνει επενδύσεις που λένε και στην πιάτσα.



Ο Ρούλης σαν καλομέτρησε την τύχη του που του τα δίνανε όλα έτοιμα στο πιάτο, πετάχτηκε πάνω, αγκάλιασε το γείτονα και μπροστά σ' όλους τον φίλησε σταυρωτά. "Μη σε νοιάζει φίλε μου, του λέει, φύγε συ ήσυχος, εγώ είμαι εδώ θα τα προσέχω όλα σαν τα μάτια μου και θα τα έχω όλα καλύτερα κι από σένα που είσαι νοικοκύρης καλός και τα έχεις όλα έτοιμα".

Μετά το Ρούλη πεταχτήκανε κι οι συγγενείς του και δώστου κι αυτοί αγκαλιές και φιλιά με τον καλό γείτονα που τους έδωσε το κλειδί στο χέρι. Βλέπανε κι ξένοι άνθρωποι από την πρωτεύουσα και πολύ χαιρόντουσαν με τέτοιους αγαπημένους γειτόνους.


Φύγανε καμμιά φορά ο Ρούλης με το σόι του και στη σκάλα τους κλείνει το μάτι και τους κάνει νόημα "τσιμουδιά και θα τα πούμε στο σπίτι".
Στο σπίτι που πήγανε πρώτα τσιμπιόντουσαν να δούνε αν είν' αλήθεια και μετά βάλανε όλοι μαζί τα γέλια, ανοίξανε κι ένα κρασί που πολύ το αγαπούσανε και το ρημάζανε όταν το βρίσκανε. Ηπιανε ένα σκασμό στην υγειά του γείτονα του κορόιδου που τους τα έδωσε όλα στο πιάτο.


Την άλλη μέρα που σηκωθήκανε απ΄ το μεθύσι αρχίσανε να διαβολομετράνε πώς θα ξεφορτωθούνε τελείως το γείτονα μη σώσει και ξαναγυρίσει.
"Για να πάει μια και καλή στον αγύριστο αυτός, λέει στους δικούς του ο Ρούλης, θέλει τσαπί και φτυάρι. Μπρος όλοι μαζί πάρτε τα φτυάρια ν' αρχίσουμε το θάψιμο". Και βάλανε μπρος τη μηχανή που τη λένε "θάψιμο"  όσοι κατέχουνε από τέτοια και κανένας δεν τους έβγαινε μπροστά, τόσο άξιοι ήτανε στο θάψιμο.

Τι παλιάνθρωπο τον λέγανε το γείτονα, τι απατεώνα τον λέγανε, τι λαμόγιο τον λέγανε, τι χαμένο υποκείμενο τον λέγανε, τι φτύνανε στον κόρφο τους και τραβούσανε τα μαλλιά τους να τους λυπηθεί ο κόσμος που τους άφησε αμανάτι ο γείτονας τόσα βάσανα να τραβάνε με κείνο το ρημάδι το αρχοντικό που δήθεν έμπαζε νερά η στέγη, με τα ρημάδια τα μηχανήματα τα χαλασμένα, με τη σοδειά που τη φάγανε τα ποντίκια κι είχανε επιταγές απλήρωτες, ένα σωρό βάσανα λέγανε και βρίσκανε να πούνε....

Και να κατάρες στο γείτονα "τον άτιμο που μας έφαγε" " που να μη σώσει" κι άλλα. Δεν ξέρανε όμως ότι η κατάρα είναι γαϊδάρα που γυρνάει στο νοικοκύρη.

Εν τω μεταξύ είχανε μπαστακωθεί γερά στ' αρχοντικό που τους άφησε ο γείτονας, είχανε στρώσει και το καλό τραπεζομάντηλο, τρέχανε πάνω κάτω με τ' αυτοκίνητα που βρήκανε έτοιμα, κάνανε όλες τις δουλειές τους με τα μηχανήματα που βρήκανε έτοιμα και κατεβάζανε καντήλια μέρα νύχτα που ..... δεν τους άφησε κι άλλα ο γείτονας να καλοπερνάνε.



Βρίζε βρίζε όμως ζαλιστήκανε στο τέλος κι από τα πολλά καντήλια που κατεβάζανε του γείτονα όλο ξεχνάγανε να κάνουνε σωστά τις δουλειές και τ΄αφήνανε όλα μισερά και ζαβά. 
Μέσα στ' αρχοντικό δεν ξέρανε πού τους πηγαίνανε τα τέσσερα. Ολο λάθη κάνανε, όλο χάνανε τα χαρτιά του αρχοντικού που ήτανε κάτω απ' τη μύτη τους αλλά αυτοί άκρη δε βρίσκανε, όλο χάνανε το λογαριασμό πόσα χρωστάνε και πόσα τους χρωστάνε, ώσπου στο τέλος αρχίσανε να τρώγονται και μεταξύ τους και τους πήρανε όλοι χαμπάρι και γελάγανε μαζί τους μέχρι και οι λάσπες.


Μ' όλα αυτά πού νάχει μούτρα ο Ρούλης και το σόι του να ρωτήσουνε το γείτονα που παλιάνθρωπο τον ανεβάζανε, λαμόγιο τον κατεβάζανε κι ας τον είχανε φιλήσει σταυρωτά και διπλοκαλοχαιρετήσει. Οτι χάνανε ρωτάγανε το μπάρμπα Μήτσο που ήτανε γνωστός τους, ότι δε βρίσκανε ρωτάγανε το μικρό για τα θελήματα, ότι τους ξέφευγε ρωτάγανε την κακιά μάγισσα Κούτσα - Λούτσα που ήτανε της παρέας τους. 
Και δώστου όλοι αυτοί, ο μπάρμπα Μήτσος, το παιδί για τα θελήματα κι κακιά μάγισσα Κούτσα - Λούτσα να συνεδριάζουνε μεταξύ τους και με το Ρούλη κάθε μέρα  να βρούνε πού είναι το ρολόι του ηλεκτρικού κι η βάνα του νερού εκεί μέσα, που λέει ο λόγος, αφού όλα τα χάνανε και μπλέκανε σώβρακα και φανέλλες πλυμένα κι άπλυτα.


Κι ο Ρούλης είχε πια έναν εγωισμό με περικεφαλαία κι ένα τουπέ..... μα τι τουπέ. Αλλά το τουπέ δεν είν' μπερέ να το φοράς στο κεφάλι που λέει ο λαός.


Μ' αυτά και μ΄αυτά οι άλλοι γείτονες γύρω τριγύρω μαθαίνανε τα καμώματα του Ρούλη και του σογιού του κι αρχίσανε να σταυροκοπιούνται. 

Υστερα από καιρό αρχίσανε να του κλείνουνε την πόρτα κατάμουτρα ένας ένας μην τυχόν πάει στο σπίτι τους και τους μπαστακωθεί και κάθε φορά που τον συναπαντούσανε φτύνανε στον κόρφο τους και τον λέγανε χρουσούζη και κατσικοπόδαρο γιατί είχανε σιχαθεί τη γκρίνια του και την κακομοιριά του που όλα στραβά τα 'βρισκε και καλή κουβέντα δε σταύρωνε.



Ομως ο Ρούλης με το σόι του που είχανε πολύ κακές συνήθειες τα παίξανε και τα χάσανε σιγά σιγά όλα στα ζάρια κι οι γείτονες γύρω τριγύρω τους πήρανε στο κυνήγι με τις πέτρες και τους φτάσανε σ' ένα μέρος μακρυνό που δεν τους έβλεπε ανθρώπου μάτι.


Εκεί αφού κλάψανε κάμποσο για ότι χάσανε μετά ξύσανε το κεφάλι τους να δούνε τι θα κάνουνε παρακάτω γιατί δεν ίδρωνε και πολύ τ' αυτί τους. 
Βάλανε όλοι μαζί τις οικονομίες τους κι ανοίξανε ένα σαλούν να ποτίζουνε ουίσκια τους διψασμένους. Αλλά προκοπή δεν γινότανε και με το σαλούν γιατί όταν φεύγανε οι πελάτες θέλανε να πίνουνε μόνοι τους και ρουφάγανε όλη την είσπραξη της μέρας.


........................................................................................................

Ολα αυτά έχουνε σήμερα χαθεί στη σκόνη του χρόνου.



Αέρας φύσηξε και πήρε ότι θυμόντουσαν κι οι τελευταίοι γείτονες γύρω τριγύρω.

Κι όμως εκεί στο μακρινό μέρος υπάρχει ακόμα ερειπωμένο το παλιό σαλούν που το λέγανε "Η συμμορία της ξεκούμπωτης ρόμπας" για να θυμίζει ότι κάποτε πέρασε από κει ο Ρούλης και το σόι του.





Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα !!!!!



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ντοπιολαλιά της Κύμης και της Καρύστου

O Θούριος του Ρήγα Φεραίου

"Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή"